- μολυρόν
- μολυρόν· νωθρόν, κτλ., Hsch. (cf. μωλυρόν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μολυρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νωθρόν, βραδύ, ἀνιαρόν, ἁηδές, ἀχάριστον, λυπηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα ρός] … Dictionary of Greek
μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά … Dictionary of Greek